φοινικόστολος

φοινικόστολος
φοινῑκό-στολος, ον, epith. of ἔγχεα, i.e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Id.N.9.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοινικόστολος — ον, Α αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες («Φοινικοστόλων ἐγχέων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος «ο κάτοικος τής Φοινίκης» + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ἀπό στολος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοστόλων — φοινικόστολος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικόστολα — φοινικόστολος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικοστόλων — Φοινῑκοστόλων , Φοινικόστολος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικόστολα — Φοινῑκόστολα , Φοινικόστολος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”